ὑπερασθενής

ὑπερασθενής
ὑπερασθενής, ές,
A exceedingly weak, Arist.Pol.1295b8.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπερασθενής — ές, Α περισσότερο και από ασθενής, στον υπέρτατο βαθμό ασθενής …   Dictionary of Greek

  • ὑπερασθενῆ — ὑπερασθενής exceedingly weak neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὑπερασθενής exceedingly weak masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑπερασθενής exceedingly weak masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασθενής — ές (AM ἀσθενής, ές) 1. ο άρρωστος 2. ο αδύναμος αρχ. 1. ο άπορος, ο φτωχός («ὅ τ ἀσθενὴς ὅ τε πλούσιος») 2. ο ασήμαντος 3. το ουδ. ως ουσ. η αδυναμία («τὸ ἀσθενὲς τῆς γνώμης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σθενής < σθένος. Η λ. ασθενής ήταν σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”